Η δυσλεξία είναι η απροσδόκητη δυσκολία στο γραπτό λόγο σε άτομα κανονικής νοημοσύνης τα οποία δεν παρουσιάζουν αισθητηριακές διαταραχές( κανονικής ακουστικής και οπτικής οξύτητας) ,έχουν λάβει την κατάλληλη εκπαιδευτική καθοδήγηση και δεν στερούνται κοινωνικών και πολιτισμικών εμπειριών.
Το ποσοστό των δυσλεξικών ατόμων επί του συνολικού πληθυσμού εκτιμάται μεταξύ 4-10%. Ωστόσο, για τη συχνότητα της δυσλεξίας στην Ελλάδα δεν φαίνεται να υπάρχουν ακριβή στοιχεία, βασιζόμενα σε συστηματική έρευνα.
Το ποσοστό των ατόμων με δυσλεξία ποικίλει από χώρα σε χώρα και εξαρτάται από τα διαγνωστικά εργαλεία, το γλωσσικό περιβάλλον και το εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν εξαρτάται ωστόσο από το πολιτιστικό, το κοινωνικό, το μορφωτικό και το οικονομικό επίπεδο των κατοίκων μιας χώρας.
Ακόμη, η δυσλεξία εμφανίζεται συχνότερα στα αγόρια από ότι στα κορίτσια. Το σύνηθες ποσοστό που δίνεται είναι 3: 1 δηλαδή από τα 4 δυσλεξικά παιδιά τα 3 είναι αγόρια και το 1 κορίτσι.
Πρόκειται για μια ειδική μαθησιακή διαταραχή και αναφέρεται συνήθως σε άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ανάγνωση, την γραφή και την ορθογραφία, τα οποία δεν συμβαδίζουν με το νοητικό τους δυναμικό, την ηλικία τους και τις εκπαιδευτικές τους ευκαιρίες.
Συγκεκριμένα, το δυσλεξικό παιδί δεν παρουσιάζει ευχέρεια και ταχύτητα στην ανάγνωση καθώς και στην επεξεργασία του γραπτού λόγου. Επιπρόσθετα, δυσκολεύεται να απομνημονεύσει ονόματα, ημερομηνίες, Ιστορία, γλωσσικούς και ορθογραφικούς κανόνες κ. λ. π λόγω του φτωχού «Οπτικού Λεξικού», δηλαδή την απουσία φωτογραφικής μνήμης. Τα παιδιά με δυσλεξία εμφανίζονται ιδιαίτερα δημιουργικά και ευρηματικά.
Η διάγνωσή της δυσλεξίας βασίζεται στη σωστή εκτίμηση της νοητικής ικανότητας του ατόμου καθώς και στον αποκλεισμό άλλων διαταραχών. Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη εάν το περιβάλλον είναι φτωχό ή πλούσιο σε κοινωνικοπολιτισμικά ερεθίσματα.
Η αντιμετώπιση της δυσλεξίας βασίζεται στην σωστή διαγνωστική αξιολόγηση και στη διδασκαλία ενός εκπαιδευτικού προγράμματος αποκατάστασης που θα καλλιεργεί την ευχέρεια στην ανάγνωση, την απομνημόνευση στην ορθογραφία και την βαθύτερη κατανόηση κειμένων και εννοιών.Η δυσλεξία είναι διαφορετική για τον καθένα. Μερικοί άνθρωποι έχουν μια ήπια μορφή της που τελικά θα μάθουν πώς να διαχειρίζονται. Άλλοι χρειάζονται λίγο περισσότερο κόπο για την υπέρβαση αυτή. Ακόμα κι αν τα παιδιά δεν είναι σε θέση πλήρως να ξεπεράσουν τη δυσλεξία, μπορούν ακόμα με επιτυχια να πάνε στο πανεπηστήμιο και να πετύχουν στη ζωή.
Η διαδικασία διάγνωσης της δυσλεξίας είναι περίπλοκη και αρκετά δύσκολη, καθώς απαιτεί τη συλλογή πολλών διαφορετικών πληροφοριών για το παιδί και τα μαθησιακά του αποτελέσματα.Η διαγνωστική αξιολόγηση της δυσλεξίας βασίζεται στην εκτίμηση των συμπτωμάτων, της νοητικής εικόνας του παιδιού και στο αποκλεισμό άλλων διαταραχών. Πιο συγκεκριμένα χρειάζεται: γενικό ιστορικό του παιδιού (προγεννητικό ιστορικό, τοκετός, οικογενειακό ιστορικό-κληρονομικότητα, σωματική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού κλπ),εκτίμηση του παιδοψυχίατρου για την ύπαρξη άλλων διαταραχών ή συναισθηματικών προβλημάτων, παιδιατρική εκτίμηση της σωματικής υγείας του παιδιού, αξιολόγηση της ανάπτυξης του λόγου από λογοθεραπευτή, εκτίμηση της νοητικής ικανότητας με τεστ νοημοσύνης, αξιολόγηση των γνωστικών δεξιοτήτων: μνήμη γλωσσικών πληροφοριών, φωνολογικής ενημερότητα, αντίληψη του χρόνου, προσανατολισμός στον χώρο, ανάπτυξη της ικανότητας διαδοχής και αλληλουχίας και αξιολόγηση της μαθησιακής επίδοσης του παιδιού (στην ανάγνωση, την ορθογραφία, την έκφραση, στα μαθηματικά).
Το Αθηνά Τεστ θεωρείται ένα αξιόπιστο τεστ ανίχνευσης μαθησιακών δυσκολιών όπως η δυσλεξία. Οι ενότητες που περιλαμβάνει εξετάζουν την νοητική ικανότητα ( γλωσσικές αναλογίες, αντιγραφή σχημάτων, λεξιλόγιο), την μνήμη ( μνήμη αριθμών , μνήμη εικόνων, μνήμη σχημάτων) , την αυτοματοποίηση ( ολοκλήρωση προτάσεων, ολοκλήρωση λέξεων) , και την γραφοφωνολογική ενημερότητα (διάκριση γραφημάτων, διάκριση φθόγγων, σύνθεση φθόγγων), τον οπτικό –κινητικό συντονισμό, την πλευρίωση καθώς και την μνήμη κοινών ακολουθιών. Οι πληροφορίες που θα πάρουμε από το τεστ σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που θα πάρουμε από τις αξιολοτην πλευρίωσηγήσεις της διεπιστημονικής ομάδας μπορούν να μας οδηγήσουν στην διάγνωση ή όχι της δυσλεξίας.